κακοποιώ

κακοποιώ
(AM κακοποιῶ, -έω) [κακοποιός]
(μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω
2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» — ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια
νεοελλ.-μσν.
προκαλώ σωματική βλάβη, κακομεταχειρίζομαι
αρχ.
1. διευθύνω κακώς τις υποθέσεις κάποιου («τῆς δὲ γυναικός, εἰ μὲν διδασκομένη ὑπὸ τοῡ ἀνδρὸς τἀγαθὰ κακοποιεῑ», Ξεν.)
2. καταστρέφω («κακοποιεῑν τὰς νῆας», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοποιώ — κακοποιώ, κακοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοποιώ — κακοποίησα, κακοποιήθηκα, κακοποιημένος 1. μεταχειρίζομαι κάποιον άσχημα, τον βλάπτω: Πολλοί κακοποιήθηκαν από την αστυνομία. 2. βιάζω: Την παρέσυρε στο δάσος και την κακοποίησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοποιῶ — κακοποιέω do ill pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακοποιέω do ill pres ind act 1st sg (attic epic doric) κακοποιός doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοποιῷ — κακοποιός doing ill masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαικίζομαι — Α κακοποιώ κάποιον προηγουμένως, εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰκίζω, ομαι «κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταικίζω — Α κακοποιώ, βασανίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταικίζω «κακοποιώ, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκακουργώ — έω, Α 1. κακοποιώ κάποιον μαζί με άλλους («ᾐτιᾱτο συγκακουργεῑν τῇ κόρη τοὺς γονεῑς», Δίον. Αλ.) 2. απόλ. συμπράττω σε βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακουργῶ «βλάπτω, κακοποιώ» (< κακοῦργος)] …   Dictionary of Greek

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”